- εξευκρινώ
- ἐξευκρινῶ, -έω (Α) [ευκρινώ]εξετάζω με προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεξευκρινώ — έω, Α εξετάζω προσεκτικά προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξευκρινῶ «εξετάζω με προσοχή»] … Dictionary of Greek